- προεκπαίδευση
- η, Νπροπαρασκευαστική διδασκαλία, προκαταρκτική παιδεία.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + εκπαίδευση. Η λ., στον λόγιο τ. προεκπαίδευσις, μαρτυρείται από το 1831 στο περιοδικό Αἰγιναία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προ- — α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση πρό. Το προ συντίθεται με ονόματα, ρήματα και, σπανιότερα, με επιρρήματα και προσδίδει βασικά τη σημ. τής προτεραιότητας ως προς τον τόπο, τον χρόνο ή την τάξη … Dictionary of Greek